αξεχώριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε χωριστά: Είχε κάνει το λάθος να βάλει τα βιβλία στα ράφια αξεχώριστα. 2. αχώριστος: Ήταν από χρόνια φίλοι αξεχώριστοι. 3. αδιανέμητος: Η πατρική περιουσία ήταν ακόμη αξεχώριστη. 4. δυσκολοδιάκριτος: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάκριτος — η, ο (Α ἀδιάκριτος, ον) 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος 2. (εττίρρ.) αδιακρίτως δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος … Dictionary of Greek
αδιάλυστος — η, ο, [διαλύνω] 1. (για κλωστές) αυτός που δεν διαχωρίστηκε από άλλες ουσίες, ο αξεχώριστος 2. (για τα μαλλιά) αχτένιστος 3. ανερμήνευτος, ανεξήγητος … Dictionary of Greek
αδιαχώριστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος: Οι δυο τους είχαν συμφέροντα κοινά και αδιαχώριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπόσπαστος — η, ο επίρρ. α αξεχώριστος, αξεκόλλητος: Οι δυο τους έχουν συνδεθεί αναπόσπαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)